ριζικό

ριζικό
το / ῥιζικόν, ΝΜ
πεπρωμένο, μοίρα, τύχη (α. «ανάθεμα το ριζικό, ανάθεμα την ώρα», Ερωτόκρ.
β. «καὶ εἰ μὲν ἔλθῃ ῥιζικὸν τὸν πόλεμον κερδῄσει», Χρον. Μορ.)
νεοελλ.
1. μαθ. σύμβολο που υποδεικνύει την εξαγωγή ρίζας, το οποίο για την τετραγωνική ρίζα είναι √, για την κυβική 3√ και για την νιοστή ν
2. γένος, καταγωγή, ρίζα («κόρη μ', 'πο πού είν
το γένος σου, 'πο πού είν' το ριζικό σου», δημ. τραγούδι)
3. (η γεν. ως επίρρ.) τού ριζικού
στην τύχη («πολλοί κινούν τού ριζικού», Ερωτόκρ.)
4. στον πληθ. τα ριζικά
το σύνολο τών ριζών ενός δέντρου
5. παροιμ. «κάλλιο λίγο ριζικό παρά περίσσεια γνώση» — λέγεται για να δηλώσει ότι οι τυχεροί άνθρωποι προκόβουν στη ζωή τους περισσότερο από τους ευφυείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. ριζικός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πο- — ριζικό θέμα τών ερωτηματικών (όταν τονίζεται) και τών αόριστων (όταν είναι εγκλιτικό) επιρρημάτων και αντωνυμιών που ανάγεται στην IE ρ. *kwo (πρβλ. γερμ. hvas, Κατ. quod, αρμ. ο, λιθουαν. kas, αρχ. σλαβ. kŭ to). Η ρίζα αυτή έχει και τις μορφές:… …   Dictionary of Greek

  • ριζικός — ή, ό / ῥιζικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥίζα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρίζα νεοελλ. 1. μτφ. θεμελιώδης, βασικός («ριζική διαφωνία») 2. μτφ. πλήρης («ριζική θεραπεία») 2. φρ. α. «ριζικά τριχίδια» βοτ. τριχίδια που εκφύονται από τη ρίζα με μετατροπή… …   Dictionary of Greek

  • τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα …   Dictionary of Greek

  • δείκτης — Αυτός που δείχνει· κάθε όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για να δείχνει· ένας ενδεικτικός αριθμός. (Ανατ.) Το δεύτερο, μετά τον αντίχειρα, δάχτυλο του χεριού του ανθρώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί συνήθως χρησιμοποιείται για να δείχνει. (Μαθημ.) Δ …   Dictionary of Greek

  • εριζικόν — ἐριζικόν, τὸ (Μ) το ριζικό, το μοιραίο, το πεπρωμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ριζικό το ε τής λ. πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση προς σύνθ. τού ερι ή επίδραση τών ηυξημένων τύπων τού ρ. ριζώνω (πρβλ. ερριζωμένος)] …   Dictionary of Greek

  • κακορίζικος — και κακορρίζικος η, ο (Μ κακορ(ρ)ίζικος, η, ον) 1. αυτός που έχει κακό ριζικό, κακότυχος, άτυχος, δυστυχής 2. δύστροπος, στριμμένος, ανάποδος 3. μάταιος («ω κακοριζικότατες ελπίδες τών ανθρώπω», Ερωφ.) νεοελλ. ελαττωματικός από τη γέννηση ή την… …   Dictionary of Greek

  • καλορίζικος — η και ια, ο (Μ καλορρίζικος, η, ο) (συν. σε ευχετική πρότ.) 1. αυτός που φέρνει καλή τύχη, γουρλίδικος 2. αυτός που έχει καλή τύχη, ευτυχισμένος, τυχερός, καλόμοιρος, καλότυχος 3. (το ουδ. πληθ. χωρίς άρθρο ως ευχετικό επιφών.) καλορίζικα με καλή …   Dictionary of Greek

  • πρικορριζικό(ν) — Ν (στον Ερωτόκρ.) πικρό, κακό ριζικό, ατυχία («θέλει σε κείνον τον καιρό το πρικορριζικόν του», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός, με μετάθεση τού ρ + ριζικό] …   Dictionary of Greek

  • ριζικάρης — ο, θηλ. ριζικάρα, ουδ. ριζικάρικο, Ν [ριζικό] αυτός που έχει καλό ριζικό, καλότυχος …   Dictionary of Greek

  • Risiken — Dieser Artikel wurde aufgrund inhaltlicher Mängel auf der Qualitätssicherungsseite des Portals Wirtschaft eingetragen. Du kannst helfen, indem Du die inhaltlichen Mängel beseitigst oder Dich an der Diskussion beteiligst. Ein Risiko ist die… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”